Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Οι τρεις Μάγοι στην Ορθόδοξη εικονογραφία

Αναπόσπαστο τμήμα της Ορθόδοξης εικονογραφίας της Γέννησης του Χριστού είναι και τα πρόσωπα των τριών Μάγων. Απεικονίζονται συνήθως έφιπποι στο βάθος της εικόνας να παρατηρούν τον "νεοφανή ἀστέρα", ο οποίος τους οδηγεί στον τόπο γέννησης του Χριστού. Η τάση σύμπτυξης του χρόνου, που χαρακτηρίζει την ορθόδοξη εικόνα, έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι η προσκύνηση των Μάγων έλαβε χώρα στο σπήλαιο της Γέννησης. Στην πραγματικότητα, το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, που είναι και το μόνο που αναφέρεται στο γεγονός, αναφέρει: "καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ...". Αυτό σημαίνει ότι από την γέννηση του Θείου Βρέφους ως την άφιξη των Μάγων είχε μεσολαβήσει κάποιο διάστημα, που επέτρεψε στον Ιωσήφ να εξασφαλίσει κανονικό κατάλυμα στην Βηθλεέμ και να εγκαταλείψει την φάτνη μαζί με την Θεοτόκο και το Βρέφος.
Τόσο στην Ορθόδοξη, όσο και στην Καθολική εικονογραφία, τα πρόσωπα των Τριών Μάγων απεικονίζονται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Καθένας από αυτούς εικονίζεται σε διαφορετική ηλικία: ο ένας γέροντας με λευκά γένια, ο δεύτερος μεσήλικας με καστανή γενειάδα και ο τρίτος νεαρός αγένειος. Με τον τρόπο αυτό συμβολίζεται η συμμετοχή ολόκληρης της ανθρωπότητας στην προσκύνηση του νεογέννητου Χριστού. Σε κάποιες ρωμαιοκαθολικές απεικονίσεις, μάλιστα, ένας από τους τρεις απεικονίζεται και ως νέγρος, με τον ίδιο συμβολισμό.
Πέραν της παρουσίας των τριών Μάγων στην εικόνα της Γέννησης, δεν λείπουν και οι παραστάσεις της προσκύνησης των Μάγων καθ' αυτής (που συνήθως απεικονίζεται σαν να έλαβε χώρα στην φάτνη) ή ακόμη και του ταξιδιού των Μάγων.


Kόραμα, Nαός 7, Nέα Eκκλησία, Tokali II, Άγιος Bασίλειος.

Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, Ραβέννα,
 περ. 561 μ. Χ. (ψηφιδωτό)

Καθολικό Μονής Δαφνίου, τέλη 11ου αι. 

Άγιος Νικόλαος Ορφανός,
Θεσσαλονίκη 1310-1320 μ.Χ.

Γεώργιος Καστροφύλαξ (1746)
Παλαιός ναός Αγίου Μηνά Ηρακλείου.

Santa Maria Trastevere.

Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Κρεμλίνου,
1481 μ. Χ. (τοιχογραφία)

Μονή Φεραπόντοβ, 1500 μ. Χ.
(τοιχογραφία)

Μιχαήλ Δαμασκηνός, 16ος αιώνας.
Συλλογή Αγίας Αικατερίνης Σινά, Ηράκλειο.
Θεόκλητος Τσαλπατούρος, Ιερός Ναός
 Κοιμήσεως Θεοτόκου Ηράκλειας Ηλείας, περ. 1880 μ. Χ.


Το ταξίδι των τριών Μάγων (1315 - 1320).
 Ψηφιδωτό στη Μονή της Χώρας, Κωνσταντινούπολης

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ως ψυχοπομπός στην μεταβυζαντινή αγιογραφία

Η μεταβυζαντινή εκκλησιαστική τέχνη, χωρίς να απομακρύνεται ποτέ εντελώς από την κοιτίδα της, ακολούθησε νέους δρόμους σε σχέση με την βυζαντινή αγιογραφία. Η στενή επαφή της με την λαϊκή τέχνη, με την λαϊκή θεώρηση της χριστιανικής πίστης, αλλά και με την τέχνη της Δύσης, δημιούργησε ένα θαυμαστό αποτέλεσμα, που συγκινεί όχι λιγότερο σε σχέση με τον προκάτοχό της.
Ενδιαφέρουσα από αυτήν την άποψη είναι και η μεταβυζαντινή απεικόνιση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Γνωρίζουμε ότι στην βυζαντινή αγιογραφία οι μορφές των δύο μεγάλων Αρχαγγέλων δεν διαφέρουν ιδιαίτερα, καθώς βασίζονται είτε στην απεικόνισή τους ως στρατιωτών είτε ως υπηρετών του βυζαντινού αυτοκράτορα. 
Ωστόσο, στα μεταβυζαντινά χρόνια επικράτησε ο Μιχαήλ να ιστορείται αποκλειστικά με έντονο τον στρατιωτικό χαρακτήρα και μάλιστα με την χρήση στην στολή του αποτροπαϊκών συμβόλων και ως ψυχοπομπός. Το τελευταίο στοιχείο φαίνεται να αποτελεί επίδραση λαϊκών δοξασιών στην τέχνη, αφού αποτελεί κοινή πίστη του κόσμου ότι η ψυχή μετά τον θάνατο μεταφέρεται από τον Αρχάγγελο αυτό μπροστά στον Θεό για να κριθεί.
Στις εικόνες που παρατίθενται στο άρθρο, οι οποίες προέρχονται από όλον σχεδόν τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο, παρατηρούμε εκτός από την πολεμική - αποτροπαϊκή εξάρτηση (θώρακας με "γοργόνειο", ξίφος, περικεφαλαία) την παρουσία πλάστιγγας (σύμβολο της μεταθανάτιας κρίσης των ψυχών) και μιας σπαργανωμένης μορφής στα χέρια του Αρχαγγέλου (συνηθισμένη απεικόνιση της ανθρώπινης ψυχή/ς), αλλά και μιας ανθρώπινης μορφής κάτω από τα πόδια του, που αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που μόλις έχει αφήσει την ψυχή του στα χέρια του Μιχαήλ.
Η στάση του Αρχαγγέλου πάνω στο νεκρό ανθρώπινο σώμα (το οποίο σε ορισμένες εικόνες απεικονίζεται με έκφραση βαθιάς οδύνης), θυμίζει την λαϊκή αντίληψη, κατά την οποία οι καταραμένοι δεν μπορούν να ξεψυχήσουν αν δεν τους πατήσει αυτός που έδωσε την κατάρα.

Φορητή εικόνα του 17ου, αρχές του 18ου αιώνα μ.Χ.
από το τέμπλο της εκκλησίας του μετοχίου
Μονής Κλοπεδή, Λέσβος.

Ηλίας Μόσκος, 17ος αι.

Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου,
Λάγια Μάνης.

Ιερά Μονή Ταξιαρχών, Καλύβια Αττικής. 18ος αι.

Ιερός Ναός Ζωοδόχου Πηγής.
Κάστρο Ζαρνάτας, Μάνη.

Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών Γερακώνας (Γουμένισσα).

Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ Θάσου.

Μονή Παναγίας Σπηλιώτισσας Μάνης.

Μονή Πανορμίτη, Σύμη.

Ναός Παλαιού Κοιμητηρίου Ιαλυσού Ρόδου (1890)

Τέλη 18ου-αρχές 19ου αιώνα. Messina.
Βυζαντ. & Χριστιαν. Μουσείο, Αθήνα

Αντώνιος Μυταράς, τέλη 16ου-αρχές 17ου αι.
Βενετία. Ελληνικό Ινστιτούτο

Γεώργιος Κορτεζάς, Οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ, Μιχαήλ και Ραφαήλ (16ος αι.).
Μουσείο Αντιβουνιώτισσας, Κέρκυρα.

Θεόκλητος Τσαλπατούρος περ. 1880,
Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Ηράκλειας Ηλείας.


Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Τυπολογία της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου αποτελεί την σπουδαιότερη από τις Θεομητορικές εορτές, εκείνες δηλαδή που τιμούν γεγονότα σχετιζόμενα με την επίγεια ζωή της μητέρας του Χριστού. 
Γενικώς, η μορφή της Θεοτόκου ελάχιστα μνημονεύεται στην Καινή Διαθήκη. Μάλιστα, οι περισσότερες από τις εορτές προς τιμήν της, όπως η Σύλληψις (9 Δεκεμβρίου), το Γενέσιον (8 Σεπτεμβρίου) και τα Εισόδια (9 Νοεμβρίου) αναφέρονται σε γεγονότα της ζωής της, τα οποία δεν περιγράφονται σε κανένα από τα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια (εξαίρεση αποτελεί μόνον η εορτή του Ευαγγελισμού). Κειμενικές βάσεις των εορτών αυτών είναι τα απόκρυφα ευαγγέλια, και κυρίως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, το οποίο εστιάζει στον βίο της Παναγίας. Το ίδιο περίπου ισχύει και για την εορτή της Κοιμήσεως, που βασίζεται επίσης σε απόκρυφες διηγήσεις, κυρίως στα ψευδεπίγραφα κείμενα που παραδίδονται στα χειρόγραφα με τους τίτλους Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ἁγίας Θεοτόκου (στα ελληνικά), De transitu Beatae Mariae Virginis ή Transitus Mariae A (Περὶ τῆς μεταστάσεως τῆς Εὐλογημένης Παρθένου Μαρίας, στα λατινικά) και Sancti Melitonis, episcopi Sardensis, Liber de transitu Virginis Mariae ή De transitu Mariae B (Τοῦ Ἁγίου Μελίτωνος, ἐπισκόπου Σάρδεων, Βιβλίον περὶ τῆς μεταστάσεως τῆς Παρθένου Μαρίας, στα λατινικά).
Διευκρινίζεται, βέβαια, ότι το ψευδεπίγραφο ή απόκρυφο των κειμένων δεν υποβαθμίζει την αλήθεια των γεγονότων. Τα κείμενα αυτά αποτυπώνουν την εκκλησιαστική παράδοση, η οποία έχει την ίδια ισχύ με όσα γνωρίζουμε από τα παραδεκτά κείμενα της Αγίας Γραφής. Άλλωστε, ο Μέγας Βασίλειος υποστηρίζει σχετικά με τα «δόγματα»  (διδασκαλία βασιζόμενη στην Αγία Γραφή) και τα «κηρύγματα» (διδασκαλία βασιζόμενη στην παράδοση) ότι εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν δύναμιν, παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιϊστῶντες τὸ κήρυγμα (εάν επιχειρούσαμε να απορρίψουμε την άγραφη παράδοση, με την δικαιολογία ότι δήθεν δεν έχουν μεγάλη ισχύ, θα διαπράτταμε σφάλμα στα πιο σημαντικά ζητήματα ζημιώνοντας το Ευαγγέλιο ή μάλλον υποβιβάζοντας το κήρυγμα στο επίπεδο της λέξης).
Με βάση τα παραπάνω, είναι φυσικό και οι εικόνες των αντίστοιχων θεομητορικών εορτών να απεικονίζουν τα γεγονότα με βάση τα αναφερθέντα κείμενα, ενσωματώνοντας κατά περίπτωση πληροφορίες που μόνο από την παράδοση (μέσω των ψευδεπίγραφων κειμένων) είναι γνωστές. 
Τα κείμενα συμφωνούν ως προς τα βασικά σημεία της κοίμησης της Θεοτόκου: η Παναγία, ενώ προσεύχεται στον Πανάγιο Τάφο, ειδοποιείται από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ότι επίκειται η κοίμησή της. Αφού επιστρέφει στην οικία της για να συνεχίσει την προσευχή, αρχίζουν να φτάνουν διαδοχικά θαυματουργικά οι Απόστολοι, αρχικά ο Ιωάννης και έπειτα όλοι οι υπόλοιποι. Μάλιστα, οι Ανδρέας, Φίλιππος, Λουκάς, Σίμων ο Καναναίος και Θαδαίος, οι οποίοι είχαν ήδη πεθάνει, ανασταίνονται από τους τάφους τους και παρίστανται στην οικία της Παναγίας. Μετά από την ομαδική προσευχή της Θεοτόκου και των Αποστόλων φτάνει ο Χριστός συνοδευόμενος από τα Σεραφείμ, γεγονός που προκαλεί την θορύβηση των Ιουδαίων. Μετά την συνομιλία της με τον Χριστό, η Θεοτόκος παραδίδει το πνεύμα της και οι Απόστολοι αίρουν το κρεβάτι όπου κείται το σώμα της για να το μεταφέρουν στην Γεθσημανή προς ενταφιασμό. Ένας, όμως, από τους Ιουδαίους, ο Ιεφονίας, πλησιάζει το κρεβάτι και επιχειρεί να το ανατρέψει. Τότε, από αόρατη δύναμη τα χέρια του κόβονται και μένουν κολλημένα στο νεκρικό κρεβάτι. Μετά από προτροπή του Αποστόλου Πέτρου, ο Ιεφονίας μετανοεί και τα χέρια του ξαναβρίσκουν την θέση τους. Τελικά, το σώμα της Θεοτόκου αποτίθεται στο μνήμα, ενώ φωνές από τον Παράδεισο ακούγονται να υμνούν. Οι φωνές αυτές σταματούν την τρίτη ημέρα, κι έτσι οι Απόστολοι καταλαβαίνουν ότι το σώμα της Θεοτόκου ανελήφθη.
Σχετικά με την τυπολογία της εικόνας της Κοίμησης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι περιλαμβάνει από ένα μέχρι πέντε διαφορετικά στοιχεία, συνδυασμένα με αρκετούς τρόπους: η βασική παράσταση απεικονίζει το νεκρό σώμα της Παναγίας, περιστοιχιζόμενο από τους Αποστόλους που θρηνούν και τον Χριστό, με την συνοδεία Αγγέλων, να κρατά την ψυχή της με την μορφή φασκιωμένου βρέφους. Συναντάται, επίσης, η σκηνή της αποκοπής των χειρών του θρασέως Ιουδαίου από τον Άγγελο, η μεταφορά των Αποστόλων από τα πέρατα της γης πάνω σε σύννεφα, η μετάσταση του αναστημένου σώματος της Θεοτόκου στους ουρανούς και, τέλος, η παράδοση της Αγίας Ζώνης από την Θεοτόκο στον Απόστολο Θωμά. 
Οι τρείς πρώτες παραστάσεις αναφέρονται από όλες τις πηγές, με ελάχιστες παραλλαγές όσον αφορά την παρουσία των ιεραρχών Ιακώβου του Αδελφοθέου, Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, Τιμοθέου και Ιεροθέου. Η παράδοση περί της παρουσίας των τριών αυτών ιεραρχών στην Κοίμηση της Θεοτόκου φτάνει ως εμάς αρχικά από το έργο Περὶ θείων ὀνομάτων του Ψευδο-Διονυσίου του Αρεπαγίτη, αλλά και από τα έργα του Ανδρέα Κρήτης (Λόγος α΄ εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, 79Β- 80D). Έτσι, σε πολλές παραστάσεις της Κοίμησης, μεταξύ των Αποστόλων, που ξεχωρίζουν από το γνωστό στην ορθόδοξη εικονογραφία άχρονο ένδυμά τους, που χρησιμοποιείται για την απεικόνιση των αγίων μορφών όλων των αιώνων (δηλαδή το ιμάτιο και ο χιτώνας), διακρίνονται και τρεις ή τέσσερις μορφές ενδεδυμένες αρχιερατική στολή. Συνήθως δε, οι μορφές αυτές κρατούν στα χέρια τους ανοιχτά βιβλία, υπονοώντας ότι τα χρησιμοποιούν για να ψάλλουν εξόδιους ύμνους προς την Θεοτόκο, όπως αναφέρουν οι πηγές. 
Σε όλες τις παραστάσεις ο Χριστός παρευρίσκεται στην σκηνή, κρατώντας ήδη την ψυχή της Θεοτόκου με τα χέρια καλυμμένα με την άκρη του ιματίου του, χειρονομία που στην ορθόδξη εικονογραφία δηλώνει την ιερότητα του βασταζόμενου αντικειμένου (βλ. το Ευαγγέλιο στα καλυμμένα χέρια των ιερωμένων Αγίων). Ο Χριστός συνοδεύεται από στρατό ουρανίων δυνάμεων, ενώ συχνά περιβάλλεται από «δόξα», δηλαδή σχηματοποιημένο φως, που στην εικονογραφία δηλώνει την θεϊκή επιφάνεια. 
Η σκηνή της αποκοπής των χειρών του Ιουδαίου που θέλησε να ανατρέψει από μίσος το νεκρικό κρεβάτι της Θεοτόκου εμφανίζεται, επίσης, με μεγάλη συχνότητα. Στο κείμενο του Ψευδο-Ιωάννη ονομάζεται  Ιεφονίας, όνομα με το οποίο έμεινε γνωστός στην παράδοση, ενώ στο Transitus Mariae A  αποκαλείται Ruben και στο Transitus Mariae B παραμένει ανώνυμος, όπως και σε όλες τις υπόλοιπες πηγές. Σύμφωνα με τα κείμενα, ο Ιουδαίος αυτός, ως ο πιο θρασύς από το πλήθος των Εβραίων που είχαν συγκεντρωθεί από μίσος για την Θεοτόκο και τους Αποστόλους, επιχείρησε να ανατρέψει την νεκρική κλίνη της. Τα χέρια του, όμως, αποκόπηκαν από αόρατη δύναμη (στις εικόνες εμφανίζεται Άγγελος με απειλητική χειρονομία) και έμειναν κρεμασμένα στο κρεβάτι, ώσπου μετανόησε και γιατρεύτηκε.
Σχετικά με την θαυματουργική μεταφορά των Αποστόλων από τα πέρατα της γης, οι τρεις αρχαιότερες πηγές βρίσκονται σε συμφωνία. Καθένας από τους Αποστόλους είχε αναλάβει να κηρύξει το Ευαγγέλιο σε μια διαφορετική γωνιά του κόσμου. Όταν ήρθε η ώρα να παραστούν ενώπιον της νεκρικής κλίνης της Θεοτόκου, νεφέλες τους άρπαξαν την ώρα που κήρυσσαν και τους μετέφεραν στο σπίτι της. Μάλιστα, το ελληνικό κείμενο του Ψευδο-Ιωάννη αναφέρει ότι αναστήθηκαν και εκείνοι από τους Αποστόλους, οι οποίοι είχαν ήδη πεθάνει: οι Ανδρέας, Φίλιππος, Λουκάς, Σίμων ο Καναναίος και Θαδδαίος. Τους διευκρινίζεται δε, σύμφωνα με το κείμενο, από το Άγιο Πνεύμα, ότι δεν αναστήθηκαν επειδή έφτασε η Δευτέρα Παρουσία, αλλά προκειμένου να τιμήσουν την μητέρα του Θεού, τώρα που έφτασε η ώρα της αποδημίας της. Έτσι, στην απεικόνιση της δια νεφελών μεταφοράς εμφανίζονται όλοι οι Απόστολοι, έξι στην δεξιά πλευρά και έξι στην αριστερή, να επιβαίνουν σε σύννεφα, συχνά με βλέμμα γεμάτο απορία για το θαύμα που συντελείται. Άλλοτε ο κάθε Απόστολος επιβαίνει σε ξεχωριστή νεφέλη (οπότε μπορεί σε ορισμένες εικόνες να συνοδεύεται από έναν άγγελο), ενώ άλλοτε οι Απόστολοι είναι χωρισμένοι σε ομάδες των έξι, καθεμιά από τις οποίες επιβαίνει σε ένα μεγάλο σύννεφο.
Ανάμεσα στις δύο ομάδες των Αποστόλων συχνά απεικονίζεται και η ίδια η Θεοτόκος να αναλαμβάνεται στους Ουρανούς, ενίοτε με την συνοδεία Αγγέλων. Σύμφωνα με τις πηγές, η ανάληψη της Θεοτόκου συνέβη την τρίτη μέρα μετά την απόθεση του σώματός της στον τάφο της Γεθσημανής και αφού η ψυχή της είχε ενωθεί ξανά με το σώμα της. 
Τελευταίο στοιχείο που προστίθεται στην εικόνα της Κοίμησης είναι η παράδοση της Αγίας Ζώνης από την ίδια την Παναγία στον Απόστολο Θωμά. Την διήγηση αυτή συναντούμε για πρώτη φορά στο Transitus Mariae A (§ 17): Τότε ο ευλογημένος Θωμάς οδηγήθηκε αμέσως (ενν. δια νεφέλης) στο Όρος των Ελαιών και είδε το ευλογημένο σώμα να κατευθύνεται στον ουρανό και άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Μητέρα αγία, μητέρα ευλογημένη, μητέρα αμόλυντη, αν το ότι σε βλέπω σημαίνει ότι έχω την εύνοιά σου, χαροποίησε τον δούλο σου με την μεγαλοψυχία σου, αφού πηγαίνεις στον ουρανό». Τότε η ζώνη, με την οποία οι απόστολοι είχαν τυλίξει το άγιο σώμα (της), πετάχτηκε στον ευλογημένο Θωμά από τον ουρανό. Αφού την πήρε, την ασπάστηκε και ευχαριστώντας τον Θεό ήρθε έπειτα στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η εικόνα της Κοίμησης χαρακτηρίζεται από μεγάλη ελευθερία στην σύνθεση, καθώς ο κάθε αγιογράφος είναι ελεύθερος να επιλέξει ποιά από τα στοιχεία της εκκλησιαστικής παράδοσης θα ενσωματώσει και ποιά θα αποκλείσει, ανάλογα και με τον χώρο που του δίνεται για να δημιουργήσει. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα δεν κρίνεται μόνο από το ταλέντο της εκτέλεσης αλλά και από την σύνθεση των διαθέσιμων στοιχείων.

Μονή της Χώρας, 14ος αι., Κωνσταντινούπολη.
1 από τις 5 σκηνές:  νεκρική κλίνη.

Μονή Βατοπεδίου, 15ος αι.
2 από τις 5 σκηνές: νεκρική κλίνη, μεταφορά Αποστόλων

Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Σαρανταπόρου.
2 από τις 5 σκηνές:  νεκρική κλίνη, Ιεφονίας.

Ανδρέας Ρίτζος, β΄ μισό 15ου αι.
3 από τις 5 σκηνές:  νεκρική κλίνη,
μεταφορά Αποστόλων, ανάληψη Θεοτόκου

Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, Κουκούλια Άρτας, 19ος αι.
4 από τις 5 σκηνές: νεκρική κλίνη, Ιεφονίας,
μεταφορά Αποστόλων, ανάληψη Θεοτόκου.

Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Ηράκλειας, 1879.
Περιέχονται και οι πέντε σκηνές.

(Το άρθρο δημοσιεύεται ταυτόχρονα και στο ιστολόγιό μου Ηράκλεια Ηλείας με ορισμένες τροποποιήσεις)

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Άγιος Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος

Από τις πιο παράξενες και σπάνιες απεικονίσεις της ορθόδοξης εικονογραφίας αποτελεί η μορφή του σήμερα τιμώμενου Αγίου Χριστοφόρου. Από τον 17ο αιώνα και μέχρι τον 19ο  κυριαρχούσε στους ναούς η ιστόρησή του ως κυνοκεφάλου, δηλαδή με σώμα ανθρώπου και κεφαλή σκύλου, ενώ στην βυζντινή τέχνη απαντά αποκλειστικά η απεικόνισή του ως αγένειου νέου με στρατιωτική ενδυμασία. Ποικίλες είναι οι ερμηνείες που έχουν επιχειρηθεί, οι οποίες άλλοτε λαμβάνουν υπόψη τους την παραδεδομένη ιστορία της ζωής του Αγίου και άλλοτε την αγνοούν. 
Σύμφωνα, λοιπόν, με το συναξάρι του Αγίου (όπως παρατίθεται στο Μηναίον Μαΐου): καὶ περὶ τούτου τοῦ ἐνδόξου καὶ μεγαλομάρτυρος λέγεται τερατώδη τινὰ καὶ παράδοξα. ὅτι τε κυνοπρόσωπος ἦν (τουτέστι δύσμορφος καὶ ἄγριος τὴν ὄψιν) ἐκ τῆς χώρας τῶν τοὺς ἀνθρώπους κατεσθιόντων.
Είναι φανερό ήδη από τον βίο του Αγίου ότι η απεικόνισή του με κεφαλή σκύλου ερμηνεύεται εξ αρχής ως σύμβολο σωματικής ασχήμιας και όχι ως κυριολεκτικός χαρακτηρισμός.
Από την ίδια πηγή παραδίδεται ότι το πρότερο όνομα του Αγίου ήταν Ῥέπρεβος. Ο σχολιαστής του Μηναίου αναφέρει σε υποσημείωση ότι: τὸ Ῥέπρεβος, ἀρχαῖον ὄνομα τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου, φαίνεται Ῥωμαϊκόν, ὅ ἐστι Λατινικόν κατά τι παρηλλαγμένον, καὶ ἔδει γράφεσθαι ὀρθότερον Ῥέπρεβος (ἐκ τοῦ Reprobus), ὅπερ ἐξελληνιζόμενον σημαίνει τὸν ἀδόκιμον, ἀπόβλητον ἐκ Θεοῦ, καὶ ἑπομένως ἐπάρατον, στυγερόν, συνήθως δὲ τὸν ἔχοντα ὀλέθριόν τι εἰς τὴν φυσιογνωμίαν αὐτοῦ. Τοιοῦτον ὄνομα, εἴτε κυρίως εἴτε ἐπιθετικῶς, ἐδόθη ἀναμφιβόλως εἰς τὸν Ἅγιον διὰ τὴν δυσμορφίαν αὐτοῦ καὶ ἀγριότητα τοῦ ἤθους, ἐὰν ὅλως ἀληθεύωσι τὰ τῶν Συναξαριστῶν.
Το πρώτο όνομα του Αγίου (το οποίο αντικατέστησε το Χριστόφορος, όταν βαπτίστηκε μαζί με τους Ρωμαίους στρατιώτες που τον οδηγούσαν ενώπιον του αυτοκράτορα Δεκίου, από τον Ιερομάρτυρα Βαβύλα στην Αντιόχεια) αποτελεί, επομένως, για τον Σχολιαστή μία ακόμη ένδειξη ότι η σωματική δυσμορφία και η καταγωγή του από φυλή αγρίων είναι τα στοιχεία που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως κυνόμορφου. 
Προς την ίδια κατεύθυνση δείχνει και η φράση που παραδίδεται στο συναξάρι Delehaye: ἀλλά τινες αὐτὸν οὔτως ὑπενόησαν διὰ τὸ ἐθνικόν καὶ ἄγριον και φοβερόν
Την ίδια ερμηνεία δίνει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του: Kυνοπρόσωπος ἐδὼ πρέπει νὰ νοηθῇ ὅτι ὁ Ἁγιος ἦτον ναὶ ἄσχημος καὶ ἄμορφος εἰς τὸ πρόσωπον, ὄχι δὲ καὶ πὼς εἶχε σκύλου μορφὴν μὲ τελειότητα, καθῶς οὐ καλῶς ἱστοροῦσιν αὐτὸν μερικοὶ ἀμαθεῖς ζωγράφοι. Ἀνθρώπινον γὰρ πρόσωπον εἶχε, καθῶς καὶ οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ἄσχημον ὄμως καὶ φοβερὸν καὶ ἠγριωμένον. Ἕνα γὰρ εἶδος καὶ μίαν φύσιν ἐποίησεν ὁ Θεὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, κἀν καὶ μερικοὶ ὀλίγον παραλλάττουσιν ἀπό τοὺς ἄλλους, κατά τινα ἀνομοιότητα.
Θα μπορούσαμε, επομένως, να υποθέσουμε ότι η ζωόμορφη απεικόνιση του Αγίου αποτελεί εισχώρηση της λαϊκή φαντασίας και της λαϊκής τέχνης στην αγιογραφία, ειδικά εφόσον η βιογραφία του δίνει το κατάλληλο έρεισμα. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε εδώ και την ευρεία απήχηση της Φυλλάδας του Μεγαλεξάνδρου, που, στην τελευταία, πεζή και δημώδη μορφή της, αποτέλεσε προσφιλέστατο ανάγνωσμα από τον 17ο αιώνα και εξής (εποχή που ταυτίζεται με την εμφάνιση και ακμή της κυνόμορφης απεικόνισης του Αγίου Χριστοφόρου). Στην Φυλλάδα περιγράφεται η συνάντηση του Μεγαλεξάνδρου με την φυλή των Κυνοκεφάλων και η μεταξύ τους μάχη, που καταλήγει με νίκη του πρώτου.
Σημειώνεται ότι η περισσότερο γνωστή σήμερα απεικόνιση του Αγίου Χριστοφόρου με ανθρώπινη μορφή και ενώ μεταφέρει στους ώμους του τον Χριστό ως μικρό παιδί μέσα σε ποτάμι δεν παραδίδεται από κανένα ορθόδοξο κείμενο και σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι προέρχεται από δυτικές παραδόσεις.

Ιερός ναός Αγίων Αναργύρων Αντρωνίου Ηλείας (18ος αιώνας)

Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου Αλεποχωρίου Διδυμοτείχου.

Καθολικό Κάτω Μονής Δίβρης Ηλείας (18ος αιώνας)

Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, Λίνδος Ρόδου.


Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Μηλιές Πηλίου (18ος αιώνας)

Συλλογή Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (1685)


Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την συγκεκριμένη απεικόνιση του Αγίου Χριστοφόρου μπορείτε να βρείτε εδώ, εδώ και εδώ.

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Εικονογραφία της Αγίας Μαύρας

Πιθανώς για τους περισσότερους Έλληνες, πλην των Επτανησίων και των Ηλείων, η Αγία Μαύρα, αν δεν είναι σχεδόν άγνωστη, πάντως δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο γνωστούς Αγίους.
Η τιμή της, μαζί με του συζύγου και συναθλητή της Τιμοθέου, έφτασε στα Επτάνησα μέσω του Φράγκου Δούκα των Αθηνών, Walter του ΣΤ΄, κόμη της Βριέννης (συχνά αναφέρεται στις Ελληνικές πηγές ως Ουάλτερος ή Βάλτερος Βριέννιος). Συγκεκριμένα, παραδίδεται ότι ο κόμης της Βριέννης καταγόταν από την γαλλική πόλη Sainte Maure (Αγία Μαύρα) και μετά την κατάκτηση της Λευκάδας καθιέρωσε στο νησί την τιμή της Αγίας. Μάλιστα, κατά τους μεσσαιωνικούς χρόνους το νησί ήταν γνωστό με το όνομά της, ενώ το ίδιο όνομα φέρει και το κάστρο που διατηρείται ως σήμερα στην είσοδο του νησιού. Εντός του υπήρχε ως τις αρχές του 19ου αιώνα ο ναός που έχτισε στο όνομα της Αγίας Μαύρας η Ελένη Παλαιολογίνα στα μέσα του 15ου αιώνα.
Χάρη στους Φράγκους φαίνεται ότι έφτασε η τιμή της Αγίας Μαύρας και στα υπόλοιπα νησιά των Επτανήσων, κυρίως δε στην Ζάκυνθο, όπου βρίσκεται ο περίφημος ναός της, στο χωριό Μαχαιράδο (ανοικοδομούμενος σήμερα μετά από πυρκαγιά).
Εξαιτίας των στενών επαφών και των συνεχών ανταλλαγών μεταξύ Ζακύνθου και Ηλείας, ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια, η Αγία Μαύρα είναι ιδιαίτερα σεβαστή σε όλον τον Ηλειακό κάμπο: αρκετοί ναοί είναι αφιερωμένοι στην μνήμη της, όπως στο ομώνυμο χωριό του δήμου Πηνειού (πρώην Σαμπάναγα). Η 3η Μαΐου εορτάζεται, επίσης, με λαμπρότητα και σε πολλά χωριά του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας, όπως στην Ηράκλεια, στο Σμίλα και στον Πλάτανο.
Κατά κύριο λόγο, η Αγία Μαύρα παριστάνεται στις φορητές εικόνες μόνη της, χωρίς την συνοδεία του συζύγου της, Αγίου Τιμοθέου, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στην αφιέρωση των ναών μόνο στο όνομά της. Παρουσιάζεται ως νέα και όμορφη (κατά την βιογραφία που παρατίθεται στο Μηναῖον Μαΐου, το ζεύγος των Αγίων είχε μόλις συμπληρώσει 20 ημέρες έγγαμου βίου κατά το μαρτύριο), φέροντας το διακριτικό των γυναικών μαρτύρων, δηλαδή άλλοτε τον Σταυρό, άλλοτε το βάιον του φοίνικος ή ενίοτε και τα δύο.


Η Αγία Μαύρα (Ναΐδριο εντός του Κάστρου της Λευκάδας)

 Η εικόνα της Αγίας Μαύρας Μαχαιράδου Ζακύνθου.


Η Αγία Μαύρα, έργο του Πυργίου αγιογράφου
 Κωνσταντίνου Μιαούλη (1962)
(Ιερός ναός Αγ. Αθανασίου Ηράκλειας Ηλείας)

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς

Τυχαίνει φέτος μαζί με την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής να εορτάζεται από την Εκκλησία και η μνήμη του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Μάρκου. Ανήκε στον κύκλο τον Εβδομήκοντα Αποστόλων και συνδέθηκε στενά με τους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Βαρνάβα, ενώ το σπίτι της μητέρας του στα Ιεροσόλυμα αποτέλεσε τόπο συνάθροισης των πρώτων Χριστιανών και υπ' αυτήν την έννοια μια από τις πρώτες εκκλησίες.
Στην εικονογραφία παριστάνεται συνήθως ως άνδρας στην ακμή της ηλικίας του, με γένια μαύρα, να συγγράφει ή να κρατάει το Ευαγγέλιό του, που κατατάχθηκε δεύτερο στο κανόνα της Καινής Διαθήκης.
Στην εικονογραφική παράδοση της χριστιανικής τέχνης οι Ευαγγελιστές συμβολίζονται επίσης ως άγγελος (Ματθαίος), λέων (Μάρκος), βούς (Λουκάς) και αετός (Ιωάννης). Τα σύμβολα είναι ειλημένα από το προφητικό όραμα του Ιεζεκιήλ (1.5-14), όπου τα όντα αυτά περιστοιχίζουν τον θρόνο του Θεού και ψάλλουν τον ύμνο Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου. Η απόδοση των συμβόλων σε κάθε Ευαγγελιστή οφείλεται στον Άγιο Ιερώνυμο, σύμφωνα με τον οποίο ο λέων αντιπροσωπεύει τον Ευαγγελιστή Μάρκο, αφού ως βασιλιάς των ζώων αντιπροσωπεύει την τονιζόμενη στο ευαγγελικό του έργο ιδέα της Βασιλείας των Ουρανών.
Επομένως, η συγκεκριμένη απεικόνιση των Ευαγγελιστών είναι απολύτως συμβολική και ουδεμία σχέση έχει με ζωολατρεία στον Χριστιανισμό, όπως επιχείρησαν να υποστηρίξουν ορισμένοι, άσχετοι με το πνεύμα της χριστιανικής πίστης και εικονογραφίας.


Από δεξιά προς αριστερά: οι Ευαγγελιστές Ματθαίος
και Μάρκος και Η ιστορία του Ιώβ.
(Κοίμηση της Θεοτόκου Ηράκλειας Ηλείας, 19ος αι.)

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Χρίστος και Πανάγος οι εν Γαστούνῃ

Μέχρι πριν 9 χρόνια η Ηλεία εστερείτο ντόπιων Αγίων, οι οποίοι έζησαν ή συνέδεσαν με κάποιον τρόπο την ζωή του με την εκκλησιαστική αυτή περιφέρεια. Το 2005, προφανώς χάριτι Θεού, ήρθε στο φως στην Ρουμανία το μοναδικό αντίγραφο του συναξαρίου και της ασματικής ακολουθίας των ξεχασμένων Νεομαρτύρων Χρίστου του Ιερέα και Πανάγου, που μαρτύρησαν δι' αποκεφαλισμού το 1716, αρνούμενοι να ασπασθούν τον μωαμεθανισμό (Ιωάννη Γ. Χατζή, Zαχαρία Καραντινού Ακολουθία και Συναξάρι των Νεομαρτύρων Χρίστου και Πανάγου των εκ Γαστούνης (1716). Εκδόσεις Κάλαμος, Αθήνα 2005).
Με τις προσπάθειες της Μητρόπολης ανακαλύφθηκαν όλο και περισσότερα στοιχεία για τους Αγίους αυτούς, με αποκορύφωμα την ανακάλυψη μικρού τμήματος λειψάνου του Αγίου Πανάγου. Όπως ανακοινώθηκε σε τιμητική εκδήλωση στην Γαστούνη το 2010 από τον εφημέριο του ναού του Αγίου Νικολάου της ίδια πόλης, σε παλαιά ξύλινη λειψανοθήκη (που είχε ξεχαστεί στο σκευοφυλάκιο του ναού και καταστράφηκε από την παλαιότητα) μεταξύ άλλων ιερών λειψάνων βρέθηκε και ένα μικρό οστό καλυμμένο με κερί. Όταν αφαιρέθηκε το κερί αποκαλύφθηκαν χαραγμένες πάνω στο οστό οι λέξεις: "Πανάγος. Ήλις" και η χρονολογία "1716". Έγινε τότε προφανής η ταυτότητα του λειψάνου. Τοποθετήθηκε έκτοτε σε νέα λειψανοθήκη και λιτανεύεται κάθε χρόνο κατά την εορτή των Αγίων, στις 9 Μαρτίου.
Οι σωροί των Αγίων δεν έχουν εντοπιστεί, αφού μετά το μαρτύριό τους ενταφιάστηκαν εντός του Ιερού Βήματος του παλαιού ναού του Αγίου Νικολάου Γαστούνης. Ο ναός αυτός κατεδαφίστηκε προ δεκαετιών (όταν η ύπαρξη των δύο Νεομαρτύρων ήταν ακόμη ξεχασμένη) και στην θέση του βρίσκεται σήμερα η πλατεία της πόλης. Βέβαια, στο σημείο του Ιερού Βήματος υπάρχει ως σήμερα η Αγία Τράπεζα του παλαιού ναού, που υποδεικνύει και τον τάφο των Αγίων.
Προς το παρόν δεν υπάρχει εικόνα των Ηλείων Νεομαρτύρων. Κατά την λιτάνευση του ιερού λειψάνου του Αγίου Πανάγου χρησιμοποιείται η εικόνα των "Ἁγίων Νεομαρτύρων τῶν μετὰ τὴν Ἄλωσιν ἀθλησάντων".

Η εικόνα από το εσωτερικό της λειψανοθήκης του Αγίου Πανάγου.

Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες οἱ μετὰ τὴν Ἄλωσιν τῆς Κωνσταντινούπολης.
Εικόνα που χρησιμοποιείται ελλείψει άλλης των δύο Ηλείων Αγίων. 
Η λειψανοθήκη του Αγίου Πανάγου
πάνω στο Αγία Τράπεζα του παλαιού ναού.
(Από την δέηση κατά την διάρκεια
της λιτάνευσης του λειψάνου, Σάββατο 8/3/2014)

Η επιστροφή του λειψάνου και της εικόνας
στον ναό του Αγίου Νικολάου (8/3/2014)

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Η εκδίωξη των Πρωτοπλάστων

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου ή Κυριακή της Τυρινής είναι αφιερωμένη στην ανάμνηση της εκδίωξης των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, υπόμνηση της υποχρέωσής μας να ξεκινήσουμε επιτέλους εν όψει της Σαρακοστής τον αγώνα της επανόδου στην χαμένη μακαριότητα.
Το θέμα της εκδίωξης των Πρωτοπλάστων είναι γνωστό και αγαπητό από τους αγιογράφους, που προσπαθούν να αποδώσουν την οδύνη του Αδάμ και της Εύας, όπως και τα γυμνά τους σώματα με τα τυποποιημένα μέσα της αγιογραφικής τέχνης, που δεν είναι συνηθισμένη στην απεικόνιση του γυμνού ανθρώπινου σώματος.

Ἡ ἐξορία τοῦ Ἀδὰμ καὶ Εὔας (1876-1879),
Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ηράκλεια Ηλείας.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας

Ο "γεράκος", όπως συνηθίζουν οι Ηλείοι και δη οι Πύργιοι, να αποκαλούν τον Άγιο Χαράλαμπο (και άλλους γέροντες Αγίους, όπως ο Μέγας Αθανάσιος), απολαμβάνει μεγάλης τιμής, όχι μόνο στον Πύργο, του οποίου αποτελεί πολιούχο, αλλά και σε όλη σχεδόν την Μητρόπολη Ηλείας. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε 33 ενορίες τελείται λιτάνευση της εικόνας του κατά την ημέρα της εορτής του, μεταξύ αυτών και στο χωριό μου.
Στην εικονογραφία παρουσιάζεται πάντοτε ως υπερήλικας, συνηθέστερα με λευκή μακρυά γενειάδα, καθώς σύμφωνα με το συναξάριό του μαρτύρησε σε ηλικία 113 ετών. Ως ιερομάρτυρας (δηλαδή ιερωμένος που μαρτύρησε) είναι ντυμένος με ιερατικά άμφια και φέρει στο αριστερό του χέρι Ευαγγέλιο.


Η εφέστια εικόνα του ιστορικού ναϋδρίου
του Αγίου Χαραλάμπους στον Πύργο (19ος αι.)

Ο Άγιος Χαράλαμπος. Έργο της αγιογραφικής αδελφότητας
των Αβραμαίων του Αγίου Όρους. Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου
Ηράκλειας Ηλείας (1922).

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Το χωνευτήρι

Ορισμένα σημεία του ορθόδοξου ναού είναι ελάχιστα ή και καθόλου γνωστά στους περισσότερους, είτε γιατί βρίσκονται σε σημεία του που η πρόσβαση είναι περιορισμένη, είτε γιατί χρησιμοποιούνται σπανιότερα, καθώς προορίζονται για συγκεκριμένες τελετές. 
Σε αυτά ανήκει και το χωνευτήρι, κοινό χαρακτηριστικό των παλαιότερων ναών και πιο σπάνιο στους νεότερους. Πρόκειται για ένα αβαθές σχετικά όρυγμα στο δάπεδο του ναού, τέτοιο ώστε να έχει ως πάτο το χώμα (προκειμένου να μπορεί να απορροφήσει τα νερά), συνηθέστερα στην βορειοδυτική ή νοτιοδυτική γωνία του ναού, στο οποίο απορρίπτονται τα ύδατα  μετά την ολοκλήρωση του βαπτίσματος. Εκεί καταλήγουν, επίσης, τα υπόλοιπα του αγιασμού που απομένει στην κολυμβήθρα κατά την εορτή των Φώτων ή εκείνου που οι πιστοί, έχοντας φυλάξει όλο το χρόνο στο σπίτι τους, επιστρέφουν στον ναό για να παραλάβουν τον νέο. Τέλος, στην εξαιρετικά σπάνια περίπτωση που συμβεί κάποιο ατύχημα με την Θεία Κοινωνία κατά την μετάληψη των πιστών, το παραμικρό ίχνος συλλέγεται και ρίχνεται στο χωνευτήρι.
Η λογική του συγκεκριμένου χώρου έγκειται στην ιδέα ότι τα υλικά που εμπλέκονται στα Ιερά Μυστήρια δεν μπορούν να απορριφθούν σε σημείο που πατούν άνθρωποι (το πάτημα ιερών αντικειμένων θεωρείται βεβήλωση) ή προσεγγίζουν ακάθαρτα ζώα. Με την απόρριψη στο χωνευτήρι εξασφαλίζεται ότι τα υπόλοιπα των Μυστηρίων θα προστατευτούν από την βεβήλωση, αφού στον χώρο αυτό σπάνια προσεγγίζει άνθρωπος και σίγουρα δεν πατάει κανείς.


Παλαιός Άγιος Βασίλειος Χελιδονίου Ηλείας (μισοκατεστραμμένος σήμερα),
χωνευτήρι στην βορειοδυτική γωνία. Ναός πιθανώς 19ου αιώνα (ίσως παλαιότερος).

Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Ηράκλειας, 19ου αιώνα.
Χωνευτήρι στην νοτιοδυτική γωνία. Στο δεξιό μέρος της εικόνας
λεκάνη απορροής με κλίση, στο αριστερό το αβαθές όρυγμα (περ. 0,5 μέτρα)

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Η εικονογραφία της Προθέσεως

Στον Ορθόδοξο ναό, κάθε σημείο έχει τον συμβολισμό του και ως εκ τούτου, την εικονογραφία του. Περισσότερο ισχύει αυτή η αρχή για τον χώρο του Ιερού Βήματος, όπου λαμβάνει χώρο το σημαντικότερο και ιερότερο μέρος της Θείας Λειτουργίας.
Η Θεία Λειτουργία έχει ως αναπόσπαστο και κεντρικό σημείο της την Θεία Κοινωνία ή Μετάληψη, η οποία αρχίζει με την ακολουθία της Προσκομιδής, που τελείται στην αριστερή κόγχη του Ιερού. Ήδη από την βυζαντινή εποχή η κόγχη αυτή έφερε την παράσταση της Άκρας Ταπεινώσεως, δηλαδή του Χριστού νεκρού μέσα στον τάφο με τον Σταυρό πίσω του. Η παράσταση αυτή συνδέεται με την ακολουθία της Προσκομιδής, κατά την οποία εξάγονται από το πρόσφορο οι καθορισμένες μερίδες του Αγίου Άρτου, ενώ οι ευχές και οι πράξεις του ιερέα αποτελούν ουσιαστικά αναπαράσταση της Σταύρωσης του Χριστού. Έτσι, η λεκτική αναπαράσταση της Σταύρωσης του Χριστού βρίσκει το εικονιστικό αντίστοιχό της στην παράσταση της Άκρας Ταπεινώσεως.
Όταν η ακολουθία της Προσκομιδής μεταφέρθηκε από την Θεία Λειτουργία στον Όρθρο, ο συμβολισμός της αναπαράστασης της Σταυρώσεως μετασχηματίστηκε. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι η Θεία Λειτουργία συνολικά αναπαριστά το σύνολο της επίγειας ζωής του Χριστού. Επομένως, η ακολουθία της Προσκομιδής, επειδή τελείται πρώτη, ταυτίστηκε σταδιακά με την Γέννηση (αρχή του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας) και η κόγχη της Προθέσεως με την φάτνη της Βηθλεέμ. Έτσι, δημιουργήθηκε η συνήθεια να ιστορείται ενίοτε όχι η Άκρα Ταπείνωση, αλλά η Γέννηση.
Παραθέτω παρακάτω φωτογραφίες από κόγχες προθέσεως, τόσο με την παράσταση της Άκρας Ταπεινώσεως όσο και με εκείνην της Γεννήσεως.

Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πλατανιώτισσα Αχαΐας (17ος αι. )

Ναός Αποτομής της Κεφαλής του Προδρόμου (των Μαυρομιχαλαίων),
αρχές 18ου αι., Αρεόπολη Μάνης

Βυζαντινός ναός, Έξω/Μεσσηνιακή Μάνη.
(Η παράσταση της Άκρας Ταπεινώσεως μόλις διακρίνεται).

Παλαιός Άγιος Βασίλειος Χελιδονίου Ηλείας (μισοκατεστραμμένος σήμερα),
(πιθανή χρονολόγηση αγιογραφίας: τέλη 19ου αιώνα)